πλύνουσι

πλύνουσι
πλύ̱νουσι , πλύνω
Acut. (Sp.)
aor subj act 3rd pl (epic)
πλύ̱νουσι , πλύνω
Acut. (Sp.)
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
πλύ̱νουσι , πλύνω
Acut. (Sp.)
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλυνοῦσι — πλύνω Acut. (Sp.) fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πλύνω Acut. (Sp.) fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλβος, Ανδρέας — (Ζάκυνθος 1792 – Λάουθ, Αγγλία 1869). Ποιητής. Σε παιδική ηλικία πήγε στο Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, εξαιτίας των ασχολιών του εμπόρου πατέρα του. Το 1805 οι γονείς του χώρισαν και τότε η μητέρα έχασε, καθώς φαίνεται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”